- ἰσχέπλινθα
- ἰσχέ-πλινθα, τά,A uprights (perh. doorjambs), SIG247I215 (Delph., iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισχέπλινθον — ἰσχέπλινθον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ ἰσχέπλινθα τα όρθια ξύλα γύρω από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη συγκράτηση τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε , τ. στον οποίο απαντά ως α συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω»… … Dictionary of Greek